ποσιδεών

ποσιδεών
ποσιδεών
masc nom/voc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Ποσιδεών — ῶνος, ὁ, Α βλ. Ποσειδεών …   Dictionary of Greek

  • ποσιδεῶνος — ποσιδεών masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ποσιδηϊών — και αττ. τ. Ποσειδεών, ῶνος, και Ποσιδεών και αιολ. τ. Ποσιδάων, ὁ, Α ο έκτος μήνας τού αττικού ημερολογίου και τών ημερολογίων μερικών ιωνικών πόλεων. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ποσιδήϊος / Ποσιδάϊος + επίθημα ών (πρβλ. Κουρηϊ ών / Κουρεών)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”